ανεξαγόραστος

ανεξαγόραστος
η, ο
1) недоступный, очень дорогой (о вещах); 2) неоплатный;

αυτό πού μού κάνατε είναι γιά μένα ανεξαγόραστο — за это я перед вами в неоплатном долгу;

3) неподкупный;
4) неподкупленный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανεξαγόραστος" в других словарях:

  • ανεξαγόραστος — η, ο 1. (για πράγματα) αυτός που δεν εξαγοράζεται ή δεν είναι δυνατόν να εξαγοραστεί 2. (για πρόσωπα) όποιος δεν δωροδοκείται ή δεν είναι δυνατόν να δωροδοκηθεί …   Dictionary of Greek

  • άδωρος — η, ο (Α ἄδωρος, ον) 1. αυτός που δεν δέχεται δώρα, ο αδωροδόκητος, ανεξαγόραστος, αδιάφθορος 2. φρ. «δώρον άδωρον» και αρχ. «δῶρα ἅδωρα», άχρηστο δώρο, ανώφελη, μάταιη προσφορά αρχ. αυτός που δεν δίνει δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δῶρον. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • άπρατος — ἄπρατος, ον (Α) [πρίασθαι] 1. ο απούλητος 2. ανεξαγόραστος, αδωροδόκητος …   Dictionary of Greek

  • ακαταδέκαστος — ἀκαταδέκαστος, ον (Μ) [*καταδεκάζω] όποιος δεν δεκάζεται με κανένα τρόπο, ανεξαγόραστος, αδωροδόκητος …   Dictionary of Greek

  • αξαγόραστος — η, ο 1. ο ανεξαγόραστος* 2. ο πολύτιμος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»